Έχοντας ήδη στο χαρτοφυλάκιό του το νοσοκομείο Metropolitan και τη γενική κλινική του Χολαργού Iaso General, με την τελευταία να μετονομάζεται πριν από λίγες ημέρες σε Metropolitan General, αλλά και το πρόσφατο κλείσιμο της συμφωνίας με τη MIG για την εξαγορά του “Υγεία” (συμπεριλαμβανομένων των μαιευτικών κλινικών “Λητώ” και “Μητέρα”), το CVC Capital Partners εξακολουθεί να “χτενίζει” την αγορά της περίθαλψης, αναζητώντας τον επόμενο στρατηγικό στόχο προς ισχυροποίηση της παρουσίας του.
Οι πληροφορίες θέλουν το fund, με υπό διαχείριση κεφάλια άνω των 70 δισ. δολαρίων, να κοιτάει πλέον εκτός της Αττικής και να επικεντρώνει τις επόμενες του κινήσεις σε assets της Περιφέρειας, ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη, όπου και ενδιαφέρον υπάρχει λόγω της αναλογίας πληθυσμού, αλλά και μεγάλη προσφορά.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι μέτοχοι της Hellenic Healthcare, θυγατρικής του CVC, η οποία έχει αποτελέσει το όχημα για τις εξαγορές που έχουν λάβει μέχρι στιγμής χώρα στον εγχώριο κλάδο της υγείας, από κοινού με στελέχη του fund που βρίσκονται στην Ελλάδα βολιδοσκοπούν εδώ και καιρό επενδυτικές ευκαιρίες. Έχουν, δε, λάβει υπόψη τους περιπτώσεις τόσο στη Βόρεια όσο και στην Κεντρική Ελλάδα, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε μεγάλες πόλεις (π.χ. Λάρισα). Άλλες πληροφορίες λένε ακόμη πως έχει εξεταστεί πολύ σοβαρά και η είσοδος στην αγορά της Κύπρου. Σημειώνεται πως το CVC Capital ελέγχει το 60% της Hellenic Healthcare, ενώ το υπόλοιπο 40% της συμμετοχής είναι κατανεμημένο ισομερώς στους Δ. Σπυρίδη και Β. Θεοχαράκη του Metropolitan. Μετά τη συμφωνία για την πώληση του Metropoiltan, οι δύο επιχειρηματίες επανεπένδυσαν στην Hellenic Healthcare και πλέον αποτελούν μετόχους μειοψηφίας, παραμένοντας όμως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αντίστοιχα στο νοσοκομείο του Νέου Φαλήρου.
Η μεγάλη επέλαση
Στελέχη από τον χώρο της ιδιωτικής υγείας που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις προβλέπουν είχαν εδώ και καιρό προβλέψει πως οι επενδυτικές κινήσεις που δρομολογεί το CVC θα έχουν συνέχεια και κυρίως διάρκεια. Όπως εξηγούν, η παρουσία του CVC και στην Περιφέρεια σηματοδοτεί σημαντική ενίσχυση του χαρτοφυλακίου και αρχίζει να θυμίζει την περίπτωση της Ισπανίας. Εκεί το CVC Capital επένδυσε περίπου 1,5 δισ. ευρώ για την εξαγορά μιας σειράς κλινικών, εισπράττοντας κατά την αποεπένδυσή του τα τριπλάσια.
Το πλάνο του fund για την Ελλάδα εμφανίζεται εξαιρετικά φιλόδοξο. Το CVC, εκτός από κλινικές, εξετάζει ακόμη και την εξαγορά διαγνωστικών κέντρων, θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να ισχυροποιηθεί στο κομμάτι της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Παράλληλα, καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν πως στο πεδίο του ενδιαφέροντός του βρίσκεται και ο ασφαλιστικός κλάδος, όπου πολλές εταιρείες αναζητούν αγοραστή, ιδιαίτερα εάν δεν προχωρήσει η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Ο παράγοντας “Ερρίκος Ντυνάν”
Η ανακατάταξη στον κλάδο των ιδιωτικών κλινικών συνεχίζεται και με το διαγωνισμό για την πώληση του “Ερρίκος Ντυνάν”, που ήδη “τρέχει” η Τράπεζα Πειραιώς. Το CVC πιθανότατα θα είναι μεταξύ των υποψηφίων που θα διεκδικήσουν το νοσοκομείο της Μεσογείων, ενώ μεταξύ των ενδιαφερομένων είναι ο όμιλος Αποστολόπουλου του Ιατρικού Αθηνών, ο όμιλος Ιασώ, η Ευρωκλινική σε συνεργασία πιθανότατα με fund του εξωτερικού και η Farallon Capital Management που έχει αγοράσει τα δάνεια της Euromedica.
Ο διαγωνισμός βρίσκεται στο στάδιο της κατάθεση μη δεσμευτικών προσφορών και οι υποψήφιοι εξετάζουν τα οικονομικά στοιχεία του νοσοκομείου. Για το “Ερρίκος Ντυνάν” υπάρχει ακόμη το σενάριο εξαγοράς από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που και αυτό πιθανότατα θα κληθεί να ακολουθήσει τη διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια η δωρεά του στο ΕΣΥ.
Θωρακίζει ρευστότητα το Ιασώ, προχωρά σε επενδύσεις
Προς την κατεύθυνση της μείωσης του δανεισμού αξιοποιήθηκε πώληση της γενικής κλινικής Iaso General στο fund CVC Capital Partners, ενώ η ρευστότητα που εξασφαλίζει ο όμιλος Ιασώ θέτει σε νέα βάση το επενδυτικό του πλάνο.
Στο πρώτο πεντάμηνο της φετινής χρήσης η μητρική προχώρησε σε αναδιάρθρωση του δανεισμού της, χρησιμοποιώντας για μερική αποπληρωμή των υποχρεώσεών της τη ρευστότητα από την πώληση της κλινικής στον Χολαργό. Στο τέλος Μαΐου, σύμφωνα με τη διοίκηση της εισηγμένης, ο μακροπρόθεσμος δανεισμός της υποχώρησε στα 33,5 εκατ. ευρώ και ο βραχυπρόθεσμος στα 4,3 εκατ. ευρώ. Το επιτόκιο των μακροχρόνιων δανειακών συμβάσεων μειώθηκε στο 3,75% για το διάστημα ως το 2022. Υπενθυμίζεται πως η κλινική Iaso General πέρασε στην Hellenic Healthcare, θυγατρική του fund CVC, έναντι 19,4 εκατ. ευρώ, ενώ η συμφωνία μεταβίβασης ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο.
Τα σχέδια
Στο επενδυτικό πλάνο του περιλαμβάνονται και το κέντρο αποκατάστασης “Φιλοκτήτης” στο Κορωπί όσο και η κλινική Ιασώ Θεσσαλίας, δύο assets στα οποία όμιλος δίνει μεγάλη βαρύτητα. Οι πληροφορίες λένε ότι η διοίκηση βρίσκεται σε αναζήτηση στρατηγικών επενδυτών, προκειμένου να προχωρήσουν επενδύσεις μεγάλου μεγέθους, αλλά παράλληλα να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση του ιατρικού τουρισμού. Και για τη μαιευτική κλινική στο Μαρούσι όμως, που αποτελεί τη ναυαρχίδα του Ιασώ, αναμένονται επενδυτικές κινήσεις με στόχο την ισχυροποίηση των μεριδίων της. Στελέχη του ομίλου έχουν δηλώσει εξάλλου πως κύριος στόχος μετά την πώληση του General είναι να καταστεί το Ιασώ επιθετικός και καθοριστικός παίκτης του κλάδου.
Ο βασικός πυρήνας της στρατηγικής της εισηγμένης δεν αλλάζει, όμως, και στις προτεραιότητες του ομίλου περιλαμβάνονται η αύξηση των συνεργασιών με γιατρούς, η διεύρυνση της βάσης των ασθενών, μέσω σύναψης συμβάσεων με ασφαλιστικές εταιρείες του εξωτερικού, ενώ θα συνεχιστούν οι προσπάθειες εξορθολογισμού του κόστους λειτουργίας.
Στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, η διοίκηση του Ιασώ παρουσίασε στοιχεία για το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου από τα οποία προκύπτουν αύξηση περιστατικών κατά 6,5% σε σχέση με πέρσι, μείωση της εξάρτησης από τον ΕΟΠΥΥ και αύξηση των εσόδων για τη μητρική εταιρεία του ομίλου στα 33,6 εκατ. από 31,8 εκατ. ευρώ (άνοδος κατά 5,8%). Στην οικονομική χρήση για τη χρονιά που πέρασε, τα ενοποιημένα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 16,74% και ανήλθαν στα 24,68 εκατ. ευρώ από 21,14 εκατ. ευρώ το 2016. Τα κέρδη μετά από φόρους ανήλθαν στα 10,51 εκατ. ευρώ, από 2,72 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση, εμφανίζοντας άνοδο 286%.