Home / Ειδήσεις / ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Στο 30,8% η πραγματική ανεργία στο β΄ τρίμηνο
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Στο 30,8% η πραγματική ανεργία στο β΄ τρίμηνο

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Στο 30,8% η πραγματική ανεργία στο β΄ τρίμηνο

Στο 30,8% εκτοξεύει το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας για το δεύτερο τρίμηνο 2016 η μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, επαναλαμβάνοντας ότι στους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ δεν λαμβάνονται υπόψη σημαντικές παράμετροι, με αποτέλεσμα το επίσημο ποσοστό ανεργίας που προκύπτει, να υποεκτιμά το πραγματικό ποσοστό της.
Κώδωνα κινδύνου κρούει το Ινστιτούτο και για το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, που αποτελούν το 72,2% του συνόλου των ανέργων. Τα τελευταία 15 τρίμηνα (από το δ’ τρίμηνο του 2012 μέχρι και το β’ τρίμηνο του 2016) το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων -που δεν έχουν εργασία πάνω από ένα χρόνο- κυμαίνεται σταθερά πάνω από 800.000 άτομα, αναφέρεται στην έκθεση.
Στις αρνητικές και επικίνδυνες αλλαγές στην αγορά εργασίας στα χρόνια της κρίσης περιλαμβάνονται και η επικράτηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, καθώς και η αποδυνάμωση της προστασίας των εργαζομένων.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας παρατηρούμε ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%).»

» Παράλληλα, πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η μακροχρόνια ανεργία ανέρχεται σε 72,2% του συνόλου των ανέργών. Επίσης, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). »

» Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν ‘μισθό φτώχειας’ σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz».

Στο 30,8% η ανεργία στο β’ τρίμηνο
Σημειώνεται ότι βάσει της ΕΛΣΤΑΤ το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 2016 διαμορφώθηκε στο 23,4% έναντι 24,6% τον Αύγουστο του 2015, και 23,3% τον Ιούλιο του 2016. Τον Ιούνιο 2016 η ανεργία, βάσει της ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στο 23,4% έναντι 24,9% τον Ιούνιο του 2015.
Εξηγώντας τη μεγάλη διαφορά με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, επισημαίνει ότι «σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ απασχολούμενος νοείται οποιοσδήποτε εργάζεται έστώ και μία ώρα κατά την εβδομάδα αναφοράς της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού. Συνεπώς, το επίσημο ποσοστό της ανεργίας υποεκτιμά το πραγματικό ποσοστό της».

Για τον υπολογισμό ενός δείκτη που θα προσεγγίζει καλύτερα τα επίπεδα της πραγματικής ανεργίας, σημειώνει, «προσθέτουμε στους ανέργους το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (ανθρώπους που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας, και αυτούς που είναι διαθέσιμοι, αλλά δεν αναζητούν εργασία), καθώς και τους εργαζομένους που υποαπασχολούνται».

Στο γιατί περιλαμβάνει και όσους δεν αναζητούν εργασία, απαντά ότι «ο βασικός λόγος μη αναζήτησης εργασίας μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι η απογοήτευση που δημιουργούν οι περιορισμένες πιθανότητες ανεύρεσης εργασίας. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι εξ ορισμού οι εργαζόμενοι σε αυτή την κατηγορία δηλώνουν ότι επιθυμούν να βρουν εργασία».
Με βάση αυτά τα στοιχεία κατά το β΄τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8%, οριακά χαμηλότερα από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 που ήταν 31,7%, καταλήγει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

20 χρόνια για να πέσει η ανεργία στο επίπεδο 2008
Παραθέτοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, σημειώνει ότι «από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά το 2016 συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό την τάση οριακής βελτίωσης που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίστηκε κατά το 2015. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας παραμένει σταθερός περίπου στο 6% κατ’ έτος.»

» Με βάση αυτό το γεγονός διατηρούμε αμετάβλητη την εκτίμησή μας ότι, δεδομένων των δημογραφικών και άλλων παραμέτρών, η αποκλιμάκωση της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με αυτά του 2008 θα χρειαστεί περίπου 20 χρόνια». 

Κατηγορίες διαχρονικά αποκλεισμένες από την εργασία
Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας έχει σημασία «να σημειώσουμε την ιδιαίτερη επίπτωση της ανεργίας σε τρεις κατηγορίες του πληθυσμού: στους νέους, στις γυναίκες και στους μακροχρόνια ανέργους» τονίζεται στη μελέτη.

Πιο συγκεκριμένα, κατά το β΄ τρίμηνο του 2016, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%).

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν, σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ότι υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση της ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία και φύλο, γεγονός που δημιουργεί επικίνδυνες κοινωνικές δυναμικές, καθώς τμήματα του πληθυσμού εμφανίζονται στην πραγματικότητα διαχρονικά αποκλεισμένα από την αγορά εργασίας.

Οι συνέπειες της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων γίνονται άμεσα αντιληπτές από τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, ειδικά στον ανδρικό πληθυσμό, γεγονός που αποτελεί σχετικά νέο φαινόμενο.

Επίσης, οι δείκτες προστασίας της απασχόλησης (Employment Protection Legislation − EPL) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνουν για την περίοδο 2008-2013 χειροτέρευση κατά 24,36% του δείκτη νομικής προστασίας από απόλυση για θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου και κατά 18,18 για θέσεις προσωρινής απασχόλησης.

Επικίνδυνη η αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας
Οι μακροχρόνια άνεργοι (πάνω από 12 μήνες χωρίς εργασία) ανέρχονται σε 72,2% του συνόλου των ανέργων, αναφέρεται στη μελέτη.

Το φαινόμενο της υστέρησης στην αγορά εργασίας, αν και είναι διαχρονικό στην ελληνική οικονομία, γιγαντώθηκε με την έκρηξη της ανεργίας μετά το 2008 και αποτελεί
σημαντικότατο πρόβλημα, καθώς η μακροχρόνια ανεργία συνδέεται τόσο με την απώλεια δεξιοτήτων όσο και με την οριστική απομάκρυνση από το εργατικό δυναμικό, τονίζεται. 

Μισθός φτώχειας ο κατώτατος
Παρουσιάζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του δείκτη Kaitz (λόγος κατώτατου προς διάμεσο μισθό) σε σχέση με δύο τυπικά όρια της φτώχειας: το 60% και το 50% του διάμεσου μισθού, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τονίζει ότι «γίνεται εμφανές ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό μετριέται από το δείκτη Kaitz, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 βρισκόταν συστηματικά κάτω από το 50% του διάμεσου μισθού.»

» Η συμπίεση της ανισοκατανομής του εισοδήματος θα είχε ώς αποτέλεσμα τη βελτίωση του λόγου κατώτατου προς διάμεσο μισθό. Οι σημαντικές μειώσεις στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια οδηγούν προς αυτή την εξέλιξη, όμως η μείωση που σημειώθηκε στον κατώτατο μισθό το 2012 διατήρησε το λόγο κατώτατου προς διάμεσο μισθό κάτω από το συγκεκριμένο όριο της φτώχειας». 

Σημειώνεται ότι η χρήση σχετικών ορίων της φτώχειας, όπως είναι το 60% και το 50% του διάμεσου μισθού, δεν περιγράφει με αποκλειστικό τρόπο την εξέλιξη της φτώχειας, κάτι που γίνεται πιο εμφανές αν εξεταστεί η δραματική άνοδος στους δείκτες σοβαρής υλικής αποστέρησης.

Ο δείκτης σοβαρής υλικής αποστέρησης της Eurostat δείχνει ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις σε βασικά είδη αυξάνει από 11,2% του συνολικού πληθυσμού το 2008 σε 22,2% το 2015.

Σημειώνεται ότι ο δείκτης σοβαρής υλικής αποστέρησης, όπως υπολογίζεται από τη Eurostat αντιπροσωπεύει το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να πληρώσει για τουλάχιστον τέσσερις από τις παρακάτω δαπάνες: 1)Λογαριασμούς (ενοίκιο, τόκοι στεγαστικού δανείου ή λογαριασμοί ΔΕΚΟ), 2) Επαρκής θέρμανση, 3) Έκτακτα έξοδα, 4) Κατανάλωση κρέατος ή πρωτεΐνης, 5) Διακοπές, 6) Κατοχή τηλεόρασης, 7) Κατοχή πλυντηρίου, 8) Κατοχή αυτοκινήτου, 9) Κατοχή τηλεφώνου.

Με άλλα λόγια, έχουμε διπλασιασμό της απόλυτης φτώχειας στην Ελλάδα κατά την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων, τονίζει το Ινστιτούτο.

Καθολική επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων
Όσον αφορά την εξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) την περίοδο Ιανουάριος-Αύγουστος 2016 παρατηρείται η καθολική επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεών (248), που αντιπροσωπεύουν το 94,6% του συνόλου των ΣΣΕ, σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Οι κλαδικές/εθνικές ή ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ ήταν 8, ενώ οι τοπικές/ομοιοεπαγγελματικές ήταν 6.

Η εξέλιξη αυτή στη διάρκεια του α’ εξαμήνου είναι συνέχεια της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και κυρίως την περίοδο 2012-2015, όπου οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερβαίνουν το 94%.

 

 

 

Πηγή: medlabgr.blogspot.com

Διαβάστε επίσης

ΕΟΠΥΥ: Νέες e-υπηρεσίες για αιτήματα, για Ηλεκτρονική Προέγκριση φαρμάκων

ΕΟΠΥΥ: Νέες e-υπηρεσίες για αιτήματα, για Ηλεκτρονική Προέγκριση φαρμάκων

Νέες e- υπηρεσίες θέτει στη διάθεση του πολίτη από την ερχόμενη Δευτέρα, 3 Σεπτεμβρίου, ο …