Home / Υγεία / Σεξ & Υγεία / Πόσα γνωρίζετε για το πιο συχνό μεταδιδόμενο νόσημα;
Πόσα γνωρίζετε για το πιο συχνό μεταδιδόμενο νόσημα;

Πόσα γνωρίζετε για το πιο συχνό μεταδιδόμενο νόσημα;

O ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (ΗPV) είναι μικρός DNA-ιός, η μόλυνση από τον οποίο μπορεί είτε να μην προκαλέσει καμία αλλοίωση (άτομα-φορείς) ή να προκαλέσει εμφάνιση καλοηθών θηλωματωδών  αλλοιώσεων (κονδυλωμάτων) ή προκαρκινικών  αλλοιώσεων του γεννητικού συστήματος (δυσπλασιών), οι οποίες αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο, ιδιαίτερα στην πρωκτογεννητική περιοχή. Μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί περί τα 118 διαφορετικά στελέχη του ΗΡV, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους (>10%) ως προς την γενετική τους δομή.

Περί τα 30 στελέχη έχουν εντοπιστεί στα επιθήλια ή το δέρμα της πρωκτογεννητικής περιοχής σε άντρα ή  και γυναίκα, ενώ τα άλλα στελέχη προσβάλλουν συνήθως το δέρμα σε άλλες περιοχές του σώματος, τα επιθήλια στην στοματική κοιλότητα και το ανώτερο αναπνευστικό και σπάνια άλλους ιστούς. Ορισμένα στελέχη (π.χ. 6,11,42,43,44) προκαλούν συνήθως τα γνωστά κονδυλώματα, τα οποία είναι καλοήθεις αλλοιώσεις. Παράλληλα, τα στελέχη αυτά συσχετίζονται σχετικά σπάνια με εμφάνιση νεοπλασματικών αλλοιώσεων και γι’ αυτό αναφέρονται ως στελέχη “χαμηλού κινδύνου”. Αντίθετα, άλλα στελέχη (π.χ.16,18,31,33,35,39,45,51,56,57) θεωρούνται υπεύθυνα για την εκδήλωση προκαρκινικών και καρκινικών αλλοιώσεων και γι’ αυτό αναφέρονται ως “υψηλού κινδύνου”.

Πώς μεταδίδεται;
Η μετάδοση του ιού επιτελείται κατά κύριο λόγο, αλλά όχι αποκλειστικά, με την σεξουαλική επαφή. Ο ιός προσβάλλει τα επιθήλια ή το δέρμα της γεννητικής περιοχής μετά από μικροτραυματισμούς των ιστών αυτών που επισυμβαίνουν συνήθως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ανίχνευση του ιού έχει πιστοποιηθεί και στον δημιουργούμενο καπνό κατά την καταστροφή των ΗPV-αλλοιώσεων, καθώς και σε εσώρουχα και άλλα αντικείμενα. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει αποδειχθεί ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί μέσω αντικειμένων, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς. Η μετάδοση του ιού μέσω στοματικής σεξουαλικής επαφής είναι δυνατή, αν και η πιθανότητα αυτή υπολογίζεται ότι είναι πολύ μικρή. Γι’ αυτό και οι HPV-αλλοιώσεις στην στοματική κοιλότητα είναι σπάνιες.

Η κάθετη μετάδοση του ιού κατά τον τοκετό από την έγκυο μητέρα με ΗPV –μόλυνση του γεννητικού σωλήνα στο νεογνό είναι δυνατή. Η μετάδοση αφορά κατά κανόνα στα χαμηλού κινδύνου στελέχη του ιού (6,11,42-44) και στις μητέρες με εκδήλωση κονδυλωματωδών αλλοιώσεων και όχι στις μητέρες με προκαρκινικές αλλοιώσεις του τραχηλικού επιθηλίου. Δεδομένο θεωρείται, βέβαια, ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού στο παιδί και εμφάνισης στην συνέχεια της λεγόμενης νεογνικής\ βρεφικής λαρυγγικής θηλωμάτωσης είναι πάρα πολύ μικρός και δεν υπερβαίνει το 1\4000 σε μητέρες οι οποίες εμφανίζουν κλινικά αναγνωρίσιμα μεμονωμένα κονδυλώματα κατά τον χρόνο του τοκετού ή (ακόμη λιγότερο) κατά το προηγούμενο εξάμηνο. Ως εκ τούτου σ΄ αυτές τις περιπτώσεις δεν δικαιολογείται η διενέργεια καισαρικής τομής.

Όταν διαπιστωθεί σε ένα μέλος ενός ζεύγους η ύπαρξη του ιού, τότε θεωρείται πολύ πιθανό ότι και το άλλο μέλος είναι μολυσμένο, ανεξάρτητα από την εκδήλωση ορατών αλλοιώσεων.

Ποιος κινδυνεύει να μολυνθεί;
Κάθε άτομο το οποίο είναι σεξουαλικά ενεργό είναι δυνατόν να έχει μολυνθεί από τον HPV. Ανεξάρτητα από αυτό, η μόλυνση είναι συχνότερη σε σεξουαλικά ενεργά άτομα νεαρής ηλικίας, με υψηλότερο ποσοστό επιπολασμού σε νεαρές γυναίκες ηλικίας 16 έως 25 ετών. Ο κίνδυνος HPV–μόλυνσης αυξάνεται όσο μικρότερη είναι η ηλικία έναρξης της σεξουαλικής δραστηριότητας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων και όσο με περισσότερους σεξουαλικούς συντρόφους έχουν ή είχαν επαφές οι τελευταίοι. Ο κίνδυνος αυτός έχει υπολογισθεί ότι αυξάνεται κατά 15% περίπου ανά νέο σεξουαλικό σύντροφο.
Πώς μπορεί κανείς να προφυλαχθεί από την μόλυνση από τον ιό;
Λέγεται ότι ο μόνος τρόπος προφύλαξης από την HPV-μόλυνση είναι η σεξουαλική αποχή. Η χρήση προφυλακτικού, σύμφωνα με ορισμένες κλινικές μελέτες, μειώνει σε έναν βαθμό  την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό, ενώ σε άλλες φαίνεται ότι δεν βοηθάει στην αποφυγή της μόλυνσης – παράλληλα βέβαια εμποδίζει την μετάδοση άλλων σεξουαλικά μεταδιδομένων νοσημάτων και γι’ αυτό η χρήση του συνιστάται ούτως ή άλλως. Αντίθετα, η χρήση άλλων μέσων, τα οποία αναφέρεται ότι μειώνουν την πιθανότητα HPV –μόλυνσης, όπως ειδικών κρεμών, κολπικών υπόθετων γέλης κ.ά., δεν συνιστώνται διότι η αποτελεσματικότητα τους είναι άκρως επισφαλής. Άρα ο μόνος τρόπος ουσιαστικής προστασίας είναι το εμβόλιο έναντι του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων.

Γιατί να κάνω HPV test; 
Ο ρόλος που διαδραματίζει ο HPV στην ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου της μήτρας είναι γνωστός μόλις τα τελευταία 40 χρόνια. Το 1976, ο Γερμανός ιολόγος Harald Zur Hausen, πρώτος δημοσίευσε τα ευρήματα μίας μελέτης που αφορούσε στη σύνδεση μεταξύ του Ιού των Ανθρωπίνων Θηλωμάτων και του καρκίνου τραχήλου της μήτρας. Το 1997, ο Ολλανδός ερευνητής Jan M. Walboomers δημοσίευσε ευρήματα που καταδείκνυαν ότι σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων καρκίνου τραχήλου της μήτρας υπήρχε μόλυνση από τον HPV.

Η μόλυνση από HPV οδηγεί απαραιτήτως στην ανάπτυξη του καρκίνου τραχήλου της μήτρας; 
Όχι. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι μολύνσεις από HPV απομακρύνονται μόνες τους από τον οργανισμό. Ωστόσο, εάν ο HPV επιμείνει –συνήθως χωρίς να δίνει φανερά συμπτώματα –μπορεί να οδηγήσει σε ανωμαλίες (δυσπλασία) στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρότητα από ήπιο, μέτριο, σοβαρό έως και σε διηθητικό καρκίνο. Η διαδικασία αυτή, από τη στιγμή της μόλυνσης έως την εκδήλωση καρκίνου μπορεί να διαρκέσει από 10 έως 15 χρόνια.

Γιατί οι γυναίκες θα πρέπει να υποβάλλονται σε προσυμπτωματικό έλεγχο; 
Οι προληπτικοί προσυμπτωματικοί έλεγχοι έχουν συντελέσει στη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από καρκίνο τραχήλου της μήτρας.

Είναι επαρκής ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα μας; 
Όχι. Το τεστ ΠΑΠ αποτελεί κοινή μέθοδο πρόληψης για τον καρκίνο τραχήλου της μήτρας από τη δεκαετία του 1940, όπου καθιερώθηκε. Ωστόσο, μελέτες έχουν καταδείξει ότι με τη χρήση μόνο του τεστ ΠΑΠ διαφεύγει περίπου το 35% των προ-καρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας, δίνοντας στις γυναίκες μία εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας.

Το HPV test μπορεί να εντοπίσει μια νόσο που έχει διαφύγει από το τεστ ΠΑΠ. Στη μελέτη ATHENA, 1 στις 10 γυναίκες που είχαν θετικά αποτελέσματα για HPV16 και / ή HPV18 είχαν ήδη προ-καρκινικές αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας, παρόλο που τα αποτελέσματα του τεστ ΠΑΠ ήταν φυσιολογικά. Το διπλό τεστ –η διεξαγωγή και των δύο, τεστ ΠΑΠ και HPV test με τη χρήση ενός δείγματος –αποτελεί καθιερωμένη μέθοδο πρόληψης για περισσότερο από μία δεκαετία.

Ποια η διαφορά του τεστ ΠΑΠ από το HPV test; 
Το δείγμα στο τεστ ΠΑΠ εξετάζεται από ανθρώπινο μάτι με τη βοήθεια μικροσκοπίου. Το αποτέλεσμα λοιπόν μπορεί να είναι υποκειμενικό. Το HPV test είναι πιο αντικειμενικό, δεδομένου ότι βασίζεται στην ανίχνευση του DNA των τύπων του HPV υψηλού κινδύνου, αυτοματοποιημένα και χωρίς παρέμβαση του χειριστή.

 

 

 

Πηγή: capital.gr