του Γιώργου Μονεμβασίτη, M.D.*, medlabnews.gr
Δυσουρία είναι η δυσκολία στην έξοδο των ούρων από την ουροδόχο κύστη. Η δυσουρία πρόκειται για πάθηση κατά την οποία η ούρηση γίνεται με μεγάλη δυσκολία ή και πόνο. Η έναρξη καθυστερεί, η ροή των ούρων είναι μικρή και το βεληνεκές μειωμένο, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις το άτομο δεν ουρεί παρά μόνο λίγες σταγόνες ούρων.
Η μείωση του βεληνεκούς (ακτίνας) των ούρων είναι συνήθως απότοκος υποκυστικού κωλύματος (υπερπλασία προστάτη, στένωμα ουρήθρας κ.λπ.). Στα αρχικά στάδια η αύξηση της ενδοκυστικής πίεσης κατά τη διάρκεια της ούρησης εξουδετερώνει τις αυξημένες αντιστάσεις με αποτέλεσμα το βεληνεκές των ούρων να μη μεταβάλλεται σημαντικά. Με την πάροδο όμως του χρόνου ανατρέπεται αυτή η αντιρρόπηση και η ροή μειώνεται.
Ο πόνος, ή γενικότερα η παρουσία μιας δυσάρεστης αίσθησης κατά την ούρηση αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.
Ο πόνος συνηθέστερα είναι έντονος, καυστικός, διαξιφιστικός και σπανιότερα μόνο ήπιος και βύθιος. Μπορεί να εκδηλωθεί στην αρχή, κατά τη διάρκεια ή στο τέλος της ούρησης. Στον άνδρα το επώδυνο αίσθημα εντοπίζεται συνήθως κατά μήκος της ουρήθρας ή στην περιοχή της βαλάνου, ενώ στις γυναίκες ο πόνος αφορά συχνά στην περιοχή του υπογαστρίου, δηλαδή χαμηλά στην κοιλιά. Σε πολλές περιπτώσεις η επώδυνη αίσθηση παραμένει και μεταξύ των ουρήσεων, ενώ αρκετά συχνά είναι βασανιστική για τον ασθενή, προκαλώντας έντονη ανησυχία.
Συχνά, εμφανίζεται με τη μορφή διακοπών της ούρησης, με αποτέλεσμα να παρατείνεται ο συνολικός χρόνος της ούρησης.
Ο πόνος στην ούρηση είναι ένα μη ειδικό σύμπτωμα, μπορεί δηλαδή να σχετίζεται με μεγάλο εύρος παθήσεων του ουροποιητικού ή και του γεννητικού συστήματος. Είναι γεγονός ότι συνηθέστερα, η παρουσία δυσουρίας σχετίζεται με την ύπαρξη φλεγμονής σε κάποιο σημείο του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι σε ένα αξιόλογο ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 15% και 25% το αίτιο του πόνου κατά την ούρηση δεν είναι φλεγμονώδες, αλλά σχετίζεται με λιθίαση της κύστης ή του ουρητήρα, νεοπλάσματα της κύστεως ή του προστάτη, διάμεση κυστίτιδα, τραύματα ή άλλες λιγότερο συχνές καταστάσεις. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη επαρκούς διερεύνησης με απεικονιστικές ή άλλες εξετάσεις σε περιπτώσεις επώδυνης ούρησης.
Τα αίτια που την προκαλούν είναι πολλά και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
• Υπερτροφία προστάτη
• Λοιμώξεις στο ουροποιητικό
• Διάμεση κυστίτιδα
• Πέτρα στο ουροποιητικό σύστημα
• Καρκίνος κύστης
• Τραύματα στην περιγεννητική περιοχή
• Ουρηθρίτιδα
• Ουρηθρική στένωση
• Κολπίτιδα, προστατίτιδα
• Ακτινοβολία στην περιοχή της κύστης, π.χ. για θεραπεία καρκίνου τραχήλου μήτρας
Πώς γίνεται η Διάγνωση;
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με κλινική εξέταση από τον αρμόδιο γιατρό και λεπτομερή καταγραφή των συμπτωμάτων του ασθενούς. Ο ασθενής που πάσχει από δυσουρία πρέπει να ενημερωθεί από το γιατρό για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συλλέξει τα ούρα για την καλλιέργεια που θα ζητηθεί. Επίσης, θα χρειαστεί να γίνουν κάποιες επιπλέον διαγνωστικές εξετάσεις, όπως οι πυελικές.
Πως γίνεται η σωστή λήψη των ούρων
1. Τοπική αντισηψία με αντισηπτικό διάλυμα που δεν αφρίζει
2. Σκούπισμα με μια αποστειρωμένη γάζα για να αποφευχθεί ανάμιξη του αντισηπτικού με τα ούρα.
3. Για να μην έρθουν σε επαφή τα ούρα με τον βλεννογόνο, απαγωγή των μεγάλων χειλέων στις γυναίκες και τράβηγμα προς τα πίσω της πόσθης στους άνδρες
4. Η λήψη από το μέσο της ούρησης Τα ούρα έξω από το ψυγείο διατηρούνται μόνο μία ώρα. Μέσα στο ψυγείο 24 ώρες
Πώς αντιμετωπίζεται η δυσουρία
Ο πάσχων από δυσουρία πρέπει να καταναλώνει άφθονα υγρά ώστε να ανακουφιστεί από τα συμπτώματα του ερεθισμού στην περιοχή. Η θεραπεία θα είναι ανάλογη των συμπτωμάτων και της υποκείμενης νόσου.
Η θεραπεία της επώδυνης ούρησης είναι αιτιολογική, στοχεύει δηλαδή στην ανεύρεση και αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και συμπτωματική θεραπεία με ισχυρά παυσίπονα, τοπικά αναισθητικά σκευάσματα ή διάφορους επεμβατικούς χειρισμούς προκειμένου να προσφερθεί ανακούφιση στον ασθενή μέχρι να δράσει η θεραπεία για την υποκείμενη πάθηση.
Αν συνυπάρχει και κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, ο γιατρός θα συστήσει αντιβιοτική αγωγή. Αν υπάρχει διάγνωση μυκητίασης θα χορηγηθούν αντιμυκητιασικά φάρμακα.