Έρευνες που έχουν γίνει σε διαγνώσιμες καταθλιπτικές διαταραχές στην Ευρώπη έδειξαν ότι το ποσοστό τους στην τρίτη ηλικία φτάνει περίπου στο 10%. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει μερίδα των ειδικών, ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος και οι επιπτώσεις της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους μπορεί να είναι σοβαρές και επικίνδυνες.

Αυτό συμβαίνει επειδή η κατάθλιψη στην “τρίτη ηλικία” διαγιγνώσκεται δυσκολότερα συγκριτικά με την ίδια νόσο στους νεότερους ανθρώπους, καθώς τα ηλικιωμένα άτομα τείνουν να σωματοποιούν τα συμπτώματά τους, καλύπτοντας τις ψυχολογικές διαταραχές που μπορεί να ευθύνονται ή να συνυπάρχουν με άλλα προβλήματα υγείας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει ολοκληρωμένη και σωστή διάγνωση.

Τα αίτια της κατάθλιψης

Όσο μεγαλώνει κανείς υπάρχουν περισσότεροι λόγοι που σχετίζονται με την κατάθλιψη, τονίζουν ειδικοί. Στην τρίτη ηλικία ο φόβος του θανάτου είναι πιο έντονος, δημιουργούνται χρόνια προβλήματα υγείας, εκπίπτουν οι αισθητηριακές και λειτουργικές ικανότητες, οι άνθρωποι απομονώνονται κοινωνικά και επιπλέον μπορεί να έχουν και οικονομικούς περιορισμούς. Όλοι αυτοί οι λόγοι, και κυρίως οι ασθένειες και ο θάνατος που επίκειται, είναι ικανοί να δημιουργήσουν κατάθλιψη. Σε συνδυασμό δε, με την οικονομική και κοινωνική κρίση που υπάρχει αυτή την περίοδο, είναι όλο και περισσότεροι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που αντιμετωπίζουν αυτό το σοβαρό πρόβλημα.

Είναι κατάθλιψη;

Τα σημάδια της κατάθλιψης είναι εμφανή και μπορούν να τα αντιληφθούν τα μέλη της οικογένειας και το περιβάλλον του ασθενούς. Αλλαγές στην ποσότητα και την ποιότητα του ύπνου, αλλαγές στο φαγητό και τις κοινωνικές συνήθειες, παραίτηση από τους κανόνες υγιεινής, έντονο άγχος και αίσθηση ματαιότητας, θα πρέπει να μας τραβήξουν την προσοχή και να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε. Το βάρος σε μια τέτοια περίπτωση πέφτει συνήθως στα ενήλικα παιδιά. Χρειάζεται όμως και μια λογική και συναισθηματική αξιολόγηση, αφού η ίδια η ηλικιακή φάση του ασθενούς οδηγεί συχνά σε ψυχολογικά προβλήματα, π.χ. όταν υποφέρει από χρόνια προβλήματα υγείας και η προοπτική που βλέπει μπροστά του είναι ο θάνατος. Όταν όμως η στεναχώρια και η μελαγχολία δεν είναι περαστικά ή δεν εναλλάσσονται με στιγμές χαράς και καλής διάθεσης, είναι λογικό η οικογένεια να θορυβηθεί και να προσπαθήσει να πείσει τον ηλικιωμένο να μιλήσει με το γιατρό ή με έναν ειδικό της ψυχικής υγείας.

Από την άλλη μεριά μπορεί να παιδιά να προσπαθήσουν να βγάλουν τον ηλικιωμένο γονιό τους από την απομόνωση, να ενθαρρύνουν την κοινωνικότητά του και την επαφή με την οικογένεια. Ωστόσο, η οικογένεια μόνο δεν μπορεί μερικές φορές να βοηθήσει τον ηλικιωμένο με κατάθλιψη, αφού τα ενήλικα παιδιά ή/και τα εγγόνια δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συντροφικότητα, την κατανόηση και τη συμπαράσταση που θα προσφέρει στον ηλικιωμένο άνθρωπο ένα περιβάλλον ισότιμο ως προς τα προβλήματα, τις έγνοιες και τους φόβους της τρίτης ηλικίας. Τις περισσότερες φορές είναι απαραίτητη η συνεργασία με έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο, ώστε να βοηθηθεί ο πάσχων να βγει από το “τέλμα” της κατάθλιψης και να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής.