Home / Υγεία / Αληθής πολυκυτταραιμία: Mια σπάνια νόσος
Αληθής πολυκυτταραιμία: Mια σπάνια νόσος

Αληθής πολυκυτταραιμία: Mια σπάνια νόσος

Η αληθής πολυκυτταραιμία είναι μία σπάνια αιματολογική κακοήθεια που σχετίζεται με την υπερπαραγωγή κυττάρων αίματος. Τυπικά η νόσος χαρακτηρίζεται από αυξημένο αιματοκρίτη (την εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθροκυττάρων στον ολικό όγκο του αίματος) που μπορεί να οδηγήσει σε πύκνωση του αίματος και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων, καθώς και σε αυξημένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα του μυοκαρδίου, οδηγώντας σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα.

Συχνή θεραπεία για την αληθή πολυκυτταραιμία είναι η αφαίμαξη, μία διαδικασία αφαίρεσης αίματος από το σώμα για να μειωθεί η συγκέντρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκυττάρων), η οποία χρησιμοποιείται για να διατηρηθούν τα επίπεδα του αιματοκρίτη κάτω από 45%.

Ωστόσο, η αφαίμαξη συνήθως είναι ακατάλληλη ως μόνιμη θεραπευτική επιλογή, καθώς δεν προσφέρει έλεγχο των συμπτωμάτων και δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την υπερπαραγωγή των ερυθροκυττάρων. Συνεπώς, οι ασθενείς συνήθως λαμβάνουν και αγωγή με κυτταρομειωτικούς παράγοντες, όπως η υδροξυουρία. Στους ασθενείς που χρειάζονται αφαίμαξη σε συνδυασμό με υδροξυουρία, ο αιματοκρίτης μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις και να παραμένει σε μη ασφαλή επίπεδα για σημαντικά χρονικά διαστήματα. Δυστυχώς, περίπου το 25% των ασθενών αναπτύσσει αντοχή ή δυσανεξία στην αγωγή με υδροξυουρία, με συνέπεια ανεπαρκή έλεγχο της νόσου και αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης.

Σε συνέντευξη τύπου με αφορμή τα νεότερα δεδομένα για την αντιμετώπιση της νόσου, τονίστηκε πως η πλειονότητα των ασθενών με αληθή πολυκυτταραιμία σε θεραπεία με ruxolitinib μπορούν να επιτύχουν μακροχρόνιο έλεγχο της νόσου.

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα από την ανάλυση 18 μηνών της μελέτης Φάσης ΙΙΙ RESPONSE που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο 20ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αιματολογικής Εταιρείας (EHA) στη Βιέννη,  το 80% των ασθενών με μη ελεγχόμενη αληθή πολυκυτταραιμία, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib επέδειξε συνεχή ανταπόκριση στους 18 μήνες, διατηρώντας επί τουλάχιστον ένα χρόνο επίπεδα αιματοκρίτη σε φυσιολογικές τιμές κάτω από 45% δίχως τη χρήση αφαίμαξης και παρουσιάζοντας μείωση στο μέγεθος του σπληνός (σπληνομεγαλίας) – δύο βασικές ενδείξεις ελέγχου της νόσου. Το ruxolitinib αποτελεί τη μοναδική στοχευμένη θεραπεία που είναι εγκεκριμένη στην ΕΕ για την αληθή πολυκυτταραιμία.

Όπως έδειξε η μελέτη, το 83% των ασθενών που έλαβαν ruxolitinib παρέμεινε στη θεραπεία στους 18 μήνες. Οι ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία και πέτυχαν έλεγχο του αιματοκρίτη δίχως αφαίμαξη, είχαν 89% πιθανότητα να διατηρήσουν την ανταπόκρισή τους επί 18 μήνες από τη στιγμή της αρχικής ανταπόκρισης, ενώ όλοι οι ασθενείς, οι οποίοι είχαν αρχικά ανταπόκριση σε ό,τι αφορά το σπλήνα, διατήρησαν την μείωση στο μέγεθός του. Από τους ασθενείς σε θεραπεία με ruxolitinib κατά την 32η εβδομάδα, το 90% δεν χρειάστηκε αφαίμαξη μεταξύ της 32ης και της 80ης εβδομάδας. Επιπλέον, αυτοί που πέτυχαν πλήρη αιματολογική ύφεση την 32η εβδομάδα, είχαν 69% πιθανότητα να διατηρήσουν την ανταπόκρισή τους επί τουλάχιστον 18 μήνες από τη στιγμή της αρχικής ανταπόκρισης. Η θεραπεία με ruxolitinib οδήγησε επίσης σε συνεχή έλεγχο των τιμών των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων, που αποτελούν σημαντικές αιματολογικές παραμέτρους της νόσου, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να παρατηρούνται σε ασθενείς με τις υψηλότερες τιμές κατά την έναρξη της μελέτης.

Συνολικά, το ruxolitinib ήταν καλά ανεκτό. Οι πιο συχνές μη αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες στο σκέλος του ruxolitinib ήταν πονοκέφαλος, διάρροια, δερματικός κνησμός και κόπωση. Η διακοπή μάλιστα της θεραπείας λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών παρέμεινε χαμηλή.

Το ruxolitinib είναι ένας από του στόματος χορηγούμενος αναστολέας των κινασών της τυροσίνης JAK 1 και JAK 2. Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο 2015 για την θεραπεία ενήλικων ασθενών με αληθή πολυκυτταραιμία, οι οποίοι παρουσιάζουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία.

Επιπλέον έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Αύγουστο του 2012 για τη θεραπεία της σχετικής με τη νόσο σπληνομεγαλίας ή συμπτωμάτων, σε ενήλικες ασθενείς με πρωτοπαθή μυελοΐνωση (επίσης γνωστή ως χρόνια ιδιοπαθής μυελοΐνωση), μυελοΐνωση μετά από αληθή πολυκυτταραιμία ή μυελοΐνωση μετά από ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση.

Πηγή: capitalhealth.gr